- αναίμακτος
- -η, -ο (ΑΜ ἀναίμακτος, -ον)ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα(εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία«αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστίααρχ.αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἱμακτός < αἱμάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.