αναίμακτος

αναίμακτος
-η, -ο (ΑΜ ἀναίμακτος, -ον)
ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα
(εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία
«αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία
αρχ.
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἱμακτός < αἱμάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναίμακτος — αναίμακτος, η, ο και αναίμαχτος, η, ο επίρρ. α αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα: Ευτυχώς η συμπλοκή ήταν αναίμακτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναίμακτος — bloodless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτως — ἀναίμακτος bloodless adverbial ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναίμακτον — ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc sg ἀναίμακτος bloodless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτοιο — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτοις — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτοισι — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτοισιν — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτου — ἀναίμακτος bloodless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναιμάκτους — ἀναίμακτος bloodless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”